autonomie - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

autonomie - translation to Αγγλικά


autonomie         
n. autonomy, independence; self rule, self government
self governing authority      
zelfbestuur (autonomie, bestuurswezen van autonomie)
home rule         
GOVERNANCE OF A COLONY, DEPENDENT COUNTRY, LOCALITY, OR REGION BY ITS OWN CITIZENS
Home Rule; Home-rule; Home Rule Charter; Home Rule Movement; Scottish home rule; Home rule movement; Scottish Home Rule; Scottish Home rule; Political decentralization; Home Rule movement; Home rule for Scotland; Welsh home rule
autonomie, zelfstandig beheer

Ορισμός

MPA

Βικιπαίδεια

Autonomie
Autonomie, zelfbestuur (politiek) of zedelijke zelfstandigheid (individueel) is de vrijheid en het vermogen van een entiteit, bijvoorbeeld een individu, organisatie of natie, om zelfstandig beslissingen te nemen. Het begrip komt voor in politiek, juridisch, filosofisch, geneeskundig, moreel en psychologisch verband; bij uitbreiding wordt het begrip autonomie in overdrachtelijke zin daarnaast gebruikt in de techniek, fysiologie en de beeldende kunst.